- δωριστι
- δωριστίadv. по-дорически, на дорический лад Arph., Plat., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριστί — επίρρ. (AM δωριστί) 1. στη γλώσσα τών Δωριέων, κατά τη διάλεκτο τών Δωριέων 2. κατά τον τρόπο τών Δωριέων 3. κατά τον μουσικό τρόπο τών Δωριέων … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek